- στρουθοκαμήλου
- στρουθοκάμηλοςostrichmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
εμού — Πτηνό της οικογένειας των δρομαιιδών, της τάξης των καζουαριομόρφων. Σήμερα απαντάται μόνο στην Αυστραλία, αλλά στο παρελθόν ζούσε επίσης στην Τασμανία και στα κοντινά μικρά νησιά της Ωκεανίας. Από ορισμένους μελετητές το ε. θεωρείται μεταβατική… … Dictionary of Greek
καμηλοπούλι — το λαϊκή ονομασία τής στρουθοκαμήλου … Dictionary of Greek
πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… … Dictionary of Greek
στρουθιόμιμος — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δεινοσαύρων που είχαν μορφή παρόμοια με τη μορφή τής στρουθοκαμήλου, αλλ. ορνιθόμιμος … Dictionary of Greek
στρουθοκέφαλος — ον, Α αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με τής στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει στενόμακρο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ταυρο κέφαλος] … Dictionary of Greek
στρουθοκαμηλισμός — ο, Ν [στρουθοκαμηλίζω] συμπεριφορά όμοια με τής στρουθοκαμήλου, που κρύβει το κεφάλι της όταν παρουσιάζεται κίνδυνος νομίζοντας ότι έτσι θα τόν αποφύγει, ηθελημένη άγνοια τού κινδύνου … Dictionary of Greek
στρουθοφάγος — ον, Α 1. αυτός που τρώει πουλιά και, ιδίως, κρέας στρουθοκαμήλου 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Στρουθοφάγοι ονομασία φυλής τής Αιθιοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + φάγος*] … Dictionary of Greek